- τρικινητήριος
- α, ο трёхмоторный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρικινητήριος — α, ο, Ν ο εφοδιασμένος με τρεις κινητήρες («τρικινητήριο αεροπλάνο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κινητήριος (< κινητήρας)] … Dictionary of Greek
τρικινητήριος — α, ο 1. αυτός που έχει τρεις κινητήρες, τρεις μηχανές. 2. το ουδ. ως ουσ., τρικινητήριο αεροπλάνο με τρεις κινητήρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)